επιγενετικός

επιγενετικός
-ή, -ό [επιγένεση]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία τής επιγενέσεως
2. ο σχετικός με την επιγένεια («επιγενετική ακτή» — ακτή που έρχεται σε επαφή με διαφορετική από την αρχική δομή πετρωμάτων κατόπιν οπισθοχωρήσεως).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”